τσιφούτης, -α

τσιφούτης, -α
τσιφούτης, -α και -ισσα, -ικο (λ. τουρκ.).
1. Εβραίος (περιφρονητικά).
2. μτφ., φιλάργυρος, τσιγκούνης, συμφεροντολόγος, μικροπρεπής, αναξιοπρεπής.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τσιφούτης — α, ικο, θηλ. και τσιφούτισσα, Ν 1. ειρων. Εβραίος 2. μτφ. φιλάργυρος, τσιγγούνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cifit «Εβραίος»] …   Dictionary of Greek

  • τσιφουτιά — η, Ν [τσιφούτης] φιλαργυρία, τσιγγουνιά …   Dictionary of Greek

  • τσιφούτικος — η, ο, Ν [τσιφούτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τσιφούτη ή αυτός που αρμόζει σε τσιφούτη …   Dictionary of Greek

  • ciufut — CIUFÚT, Ă, ciufuţi, te, adj., s.m. şi f. (Înv) 1. (Om) zgârcit, avar. 2. (Om) cu toane, prost dispus. – Din tc. çıfıt. Trimis de cata, 14.09.2007. Sursa: DEX 98  CIUFÚT s. v. cămătar. Trimis de siveco, 14.09.2007. Sursa: Sinonime  CIUFÚT …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”