- τσιφούτης, -α
- τσιφούτης, -α και -ισσα, -ικο (λ. τουρκ.).1. Εβραίος (περιφρονητικά).2. μτφ., φιλάργυρος, τσιγκούνης, συμφεροντολόγος, μικροπρεπής, αναξιοπρεπής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.